- αυλακωτός
- -ή, -όαυτός που έχει αυλάκια, ραβδώσεις: Τα πολεμικά όπλα είναι στο εσωτερικό τους αυλακωτά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αυλακωτός — ή, ό αυτός του οποίου η επιφάνεια έχει αυλακιές ή ραβδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
αυλακονάρθηκας — ο αυλακωτός συρμάτινος νάρθηκας για την τοποθέτηση καταγμάτων των αρθρώσεων … Dictionary of Greek
δίψακος — Ποώδες φυτό της οικογένειας των διψακιδών. Το αρχικό είδος, αυτοφυές στην Ελλάδα, είναι κοινό σε ακαλλιέργητους αγρούς και κατά μήκος των δρόμων. Έχει όρθιο, ισχυρό βλαστό, ύψους ενός μέτρου και πλέον, που διακλαδίζεται προς τα πάνω, είναι… … Dictionary of Greek
κοίνωμα — κοίνωμα, τὸ (Α) [κοινώ] 1. ερωτική ομιλία, συνεύρεση, συνουσία 2. σύνδεσμος, αυλακωτός αρμός … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
ραβδωτός — ή, ό / ῥαβδωτός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω] 1. αυτός που έχει μακρές και παράλληλες γραμμές ή σειρές στην επιφάνειά του, γραμμωτός («ραβδωτοί μύες») 2. (ιδίως για κίονες) αυτός που σχηματίζει αύλακες, αυλακωτός νεοελλ. φρ. «ραβδωτό σώμα»… … Dictionary of Greek
αγριοβρομούσα — Κοινή ονομασία φυτού της οικογένειας των συνθέτων. Είναι μονοετής πόα ύψους 20 60 εκ., με πυκνό χνούδι ή τρίχωμα και βαριά μυρωδιά. Είναι γνωστό επιστημονικά ως αμβροσία η παράλιος. Τα φύλλα του είναι σταχτοπράσινα στο πάνω μέρος, άσπρα στο κάτω … Dictionary of Greek
καλαμαριίδες ή καλαμιτίδες — Οικογένεια παλαιοφύτων της τάξης των εκουιζετωδών, απολιθώματα των οποίων βρίσκονται στα τελματώδη εδάφη του μέσου και ανώτερου παλαιοζωικού αιώνα στη νότια Αφρική, στην Αμερική, στην Κίνα, στην Ευρώπη και στη Ρωσία. Ο κορμός τους, που μπορούσε… … Dictionary of Greek
ωτιόρυγχος — (otiorrhynchus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των κουρκουχιονιδών, που αριθμεί μεγάλο αριθμό ειδών. Οι ω. είναι έντομα χωρίς φτερά. Μερικά από αυτά είναι πολύ βλαβερά για τα δέντρα και τους θάμνους επάνω στους οποίους ζουν. Το είδος ω. ο… … Dictionary of Greek